αριστοκρατίζω

αριστοκρατίζω
αμετ. строить из себя аристократа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αριστοκρατίζω" в других словарях:

  • αριστοκρατίζω — 1. μιμούμαι τους αριστοκράτες, προσπαθώ να φαίνομαι αριστοκράτης 2. είμαι οπαδός της πολιτειακής θεωρίας της αριστοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστοκράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κ. Λομβάρδο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»